- μούγγρισμα
- το , μούγγρισμός ο см. μουγγρητό
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μούγγρισμα — το βλ. μούγκρισμα … Dictionary of Greek
βογγητό — και βογγητιό, το 1. άναρθρη φωνή που προέρχεται από σωματικό ή ψυχικό πόνο, βαριαναστέναγμα, μούγγρισμα 2. υπόκωφη βοή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βογγητό < (ρ.) βογγώ ή < γογγητό, ουδ. του επιθ. γογγητός < γογγώ < γογγύζω, ο δε τ. βογγητιό <… … Dictionary of Greek
μούγκρισμα — και μούγγρισμα, το (Μ μούγκρισμα) [μουγκρίζω] μουγκρητό, μουγκανητό, βρυχηθμός … Dictionary of Greek